- περισκελές
- περισκελήςvery hardmasc/fem voc sgπερισκελήςvery hardneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισκελής — (I) ές, ΜΑ 1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.) 2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.) 3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός,… … Dictionary of Greek
ԱՆԴՐԱՎԱՐՏԻՔ — (տեաց.) NBH 1 0137 Chronological Sequence: Early classical գ. τὸ περισκελές foemorale, vestis crura ambiens Վարտիք ներքին կամ արտաքին. ( ʼի անդր. կամ պրս. ներքին). ծածկոյթ մարմնոյ ʼի միջոյ եւ ʼի վայր. ... *Արասցես նոցա անդրավարտիս կտաւիս ծածկել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)